- νεοτερπής
- νεοτερπής, -ές (Α)1. αυτός που παρέχει ή αυτός που προξενεί νέες τέρψεις2. (το ουδ. ως επίρρ.) νεοτερπέςμε νέο και ασυνήθιστο τρόπο τέρψης, απόλαυσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ-τερπής].
Dictionary of Greek. 2013.